bookgirl wrote:Здравейте, господин Николов!
Бих искала да Ви поздравя за прекрасните приказки, публикувани в алманаха “Фантастика 2010-11″. Както съм написала в свой коментар в сайта на една книжарница, Вашите истории са сякаш автентични фолклорни образци, извадени от пожълтелите страници на етнографски сборник, съставен прилежно от някой пътешественик-изследовател. Показали сте завиден усет за народопсихология. Нещо повече, отраснала съм с Вашите книги-игри и съм Ви голяма почитателка. Ето защо преведох “Златното бузуки” на гръцки и бих искала да Ви подаря резултата от своя опит. Всичко добро!
“Το χρυσό μπουζούκι”
ελληνικό παραμύθι
Πολλά, πολλά χρόνια πριν σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην ακτή του Αιγαίου ζούσε ένας φτωχός ψαράς μαζί με τον γάτο του τον Μιχάλη. Κάθε μέρα ο ψαράς έβγαινε με την βάρκα του στη θάλασσα να ρίξει τα δίχτυα κι όταν το βράδυ γύριζε με το ψάρεμα, τον καλωσόριζε χαρούμενο τραγούδι. Γιατί στο σπιτάκι πίσω από τα δοχεία με αλάτι, θυμάρι και θρούμπι στο ψηλό ράφι ζούσε ένας χαρούμενος τζίτζικας που όλη μέρα έπαιζε μπουζούκι. Και τόσο αξιοθαύμαστο ήταν το τραγούδι του, ώστε ακόμα και ο Άγιος Νικόλαος χαμογελούσε από την εικόνα στο κοντινό παρεκκλήσι, όσες φορές το άκουγε.
Ετσι περνούσαν τα χρόνια. Ο ψαράς συνέχιζε να βγαίνει στη θάλασσα, ο γάτος Μιχάλης περίμενε στο κατώφλι να τον καλωσορίσει και να τριφτεί στα πόδια του, ενώ ο τζίτζικας όλο έπαιζε και έπαιζε το καμπανιστό μπουζούκι του.
Αλλά με την πάροδο του χρόνου ο τζίτζικας γέρασε. Καμπούριασε λίγο, αρρώσταινε συχνά, έβηχε πνιχτά πίσω από τα δοχεία και το τραγούδι τού μπουζουκιού του ακουγόταν όλο και πιο σπάνια. Καμιά φορά, όταν έμεναν μόνοι οι δυο τους, κατέβαινε στον Μιχάλη και σιγά του έκλαιγε τους πόνους του.
Μια φθινοπωριάτικη μέρα πάνω στο Αιγαίο ξέσπασε φοβερή θύελλα. Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς, τα κύματα χτυπούσαν την ακτή με μούγκρισμα, τα γκρίζα σύννεφα κατέβηκαν χαμηλά και σαν να έγιναν ένα με τα μανιασμένα κύματα. Ο Μιχάλης ήταν ξαπλωμένος διπλά στο σβησμένο τζάκι κι έστηνε αυτί να ακούσει τα βήματα του οικοδεσπότη, αλλά ο ψαράς δεν ερχόταν. Οταν νύχτωσε, ο γάτος αναστέναξε:
- Ασχημα πράγματα. Μάλλον θα μείνουμε μόνοι μας, φιλαράκο τζίτζικα. Φαίνεται ότι η θάλασσα αποφάσισε να καταστρέψει τον οικοδεσπότη μας.
Πάνω στο ράφι ο τζίτζικας έβηξε και ρώτησε:
- Δεν υπάρχει κάποιος να τον βοηθήσει;
- Τώρα μόνο ο ‘Αγιος Νικόλαος μπορεί να τον σώσει – είπε ο Μιχάλης. – Εχω ακούσει ότι εκείνος βοηθάει τους θαλασσινούς στο κακό.
- Μπα, τι περιμένουμε αφού είναι έτσι; – συγκινήθηκε ο τζίτζικας. – Ας πάμε να τον παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει!
Αλλά ο γάτος Μιχάλης μόνο κοίταξε έξω από το παραθυράκι και κούνησε το κεφάλι του. Δεν του άρεσε καθόλου να μουσκεύεται.
Τότε ο τζίζικας με βογγητό σηκώθηκε από το μικρούτσικο κρεβάτι του, έβαλε καπέλο, έδεσε το κασκόλ του, πήρε το μπαστούνι του και, κουτσαίνοντας κάτω από την καταρρακτώδη βροχή, τράβηξε προς το παρεκκλήσι. Στο παρεκκλήσι όλα ήταν ήσυχα και σκοτεινά, μόνο ένα κεράκι τρεμόλαμπε μπροστά την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Ο τζίτζικας έκανε το σταυρό του, προσκυνήθηκε κι είπε:
- Αγιε πάτερ, ήρθα σε σένα με παράκληση από τα φύλλα της καρδιάς μου. Βοήθησε τον ψαρά μας να γυρίσει σώος και αβλαβής από την θάλασσα.
Τον κοίταξε με απορία ο ‘Αγιος Νικόλαος και μετά απάντησε με στεναγμό:
- Αργά ήρθες, καλέ μου φίλε. Τώρα πια τίποτα δεν εξαρτάται από μένα αλλά από τον Άγιο Πέτρο. Ας τον ρωτήσουμε.
Εκείνος κοίταξε προς τα πάνω και φώναξε:
- Βρε, Πέτρο! Μήπως άνοιξες τις πύλες του Παραδείσου;
Και από τον ουρανό ακούστηκε η φωνή του Αγίου Πέτρου:
- Ανοιχτές είναι, ανοχτές!
Ο Άγιος Νικόλαος αναστέναξε ξανά και άπλωσε τα χέρια του.
- Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, αγαπητέ μου τζίτζικα. Αφού οι πύλες είναι ανοιχτές, κάποιος πρέπει να περάσει απ’ αυτές.
Αρχισε να σκέφτεται ο τζίτζικας και ξαφνικά πρότεινε:
- Και γιατί εγώ να μην περάσω απ’ αυτές; Είμαι γέρικος ήδη και μου παραμένει λίγος καιρός σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ακούγοντάς τον, ο Άγιος Πέτρος τόσο σάστισε, ώστε έριξε μια ματιά από τον ουρανό. Τον κοίταξε, συνοφρυώθηκε κι είπε αυστηρά:
- Τι θα κάνεις εσύ στον Παράδεισο; Σε μας εδώ πέρα οι άγγελοι τουλάχιστον ξέρουν να τραγουδάνε. Ενώ εσύ;
Επιασε τότε ο τζίτζικας το παλιό μπουζούκι του κι άρχισε να παίζει έτσι όπως ποτέ στη ζωή του. Τόσο συναρπαστικό ήταν το τραγούδι, ώστε ο Άγιος Πέτρος δεν άντεξε, χαμογέλασε κι έγνεψε με το χέρι του:
- Ελα, πέρασε πιο γρήγορα, πριν αλλάξω γνώμη.
Αυτή τη στιγμή μέσα στην σκοτεινή θάλασσα ο ψαράς πάλευε απελπισμένα με τα κύματα και νόμιζε πια ότι θα σκοτωθεί. Αλλά ξαφνικά στη νύχτα μπροστά του εμφανίστηκε βάρκα που έφεγγε με ουράνιο φως και στο τιμόνι καθόταν ένας ασπρογένης γέρος με άσπρα ρούχα. Ο ψαράς έκανε το σταυρό του, επειδή κατάλαβε ότι εκείνος ήταν ο Άγιος Νικόλαος. Αρπαξε το σκοινί που του έριξε ο γέρος, το έδεσε για την πλώρη της δικής του βάρκας κι ένοιωσε πώς ισχυρή δύναμη τον τραβάει από τα φουρτουνιασμένα κύματα προς την ακτή.
Βρεγμένος και καταπονημένος ο ψαράς κατέβηκε στην σωτήρια ακτή και με αργά βήματα τράβηξε προς το σπιτάκι του. Και όταν μπήκε μέσα έμεινε πολύ έκπληκτος ότι ο τζίτζικας δεν τον καλωσορίζει με το τραγούδι του όπως άλλες φορές.
Αναρωτήθηκε πού εξαφανίστηκε ο μικρός του φίλος.
Αλλά μόνο ο γάτος Μιχάλης ήξερε ότι ο αντρειωμένος τζίτζικας ήδη παίζει χρυσό μπουζούκι πάνω στον Παράδεισο.
Από τον Λιουμπομίρ Νικόλοβ
Μεταφράστρια: bookgirl